Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Βρείτε μας στο facebook!

Σελίδες

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010



Είναι καλλωπιστικό και φυλλοβόλο φυτό. Αποτελείται από τη ρίζα, τον βλαστό, τα φύλλα και τα μπουμπούκια της. Η ρίζα της τριανταφυλλιάς είναι αποξυλωμένη και διακλαδίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Συνεχίζοντας, ο βλαστός της αρχικά είναι τρυφερός και πράσινος, ενώ κάποια στιγμή αρχίζει να σκληραίνει και να αποξηραίνεται. Επίσης, ο βλαστός εξωτερικά έχει αγκάθια, όπως και τα φύλλα στις άκρες τους. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς βγαίνουν στις άκρες των τρυφερών βλαστών. Στην αρχή είναι κλειστά τα μπουμπούκια της, ενώ σιγά σιγά αρχίζουν να ανοίγουν και να ξεπετάγονται τα πέταλα. Τα πέταλα έχουν διάφορα χρώματα όπως λευκό, κόκκινο, ροζ, κίτρινο και άλλα. Το χρώμα των λουλουδιών τους είναι ανάλογο με την ποικιλία της κάθε τριανταφυλλιάς.

Η τριανταφυλλιά πολλαπλασιάζεται με πέντε τρόπους. Πολλαπλασιάζεται με παράρριζα, με σπέρματα, με καταβολάδες, με μοσχεύματα και με μπόλιασμα. Η τριανταφυλλιά, εκτός απο την ομορφιά και τα ευωδιαστά άνθη, παρέχει και αιθέριο αρωματικό λάδι εξαιρετικής ποιότητας, που παίρνουμε απο τα ροδοπέταλά της και που χρησιμεύει στην παρασκευή αρωμάτων. Επίσης τα πέταλα των τριαντάφυλλων, κυρίως τα ροζ, μπορούν να γίνουν και γλυκό.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010


Αλιγάτορας

Ο αλιγάτορας είναι ερπετό που ανήκει στην οικογένεια των κροκοδειλιδών. Είναι μεγαλόσωμο ζώο, και μοιάζει με γιγάντιες σαύρες, υδρόβια και αρπακτικά.

Ζει κατά αγέλες σε λίμνες και ποτάμια των τροπικών περιοχών όπου παραμονεύει το θήραμα του κρυμμένο, μέσα στο νερό. Πολλαπλασιάζεται με αβγά, τα οποία θάβει στην άμμο και εκκολάπτονται με τη θερμότητα.

Οι αλιγάτορες κινούνται με δυσκολία στην ξηρά, αλλά κολυμπούν γρήγορα και αθόρυβα στο νερό. Έχουν πολύ μεγάλο στόμα και δυνατά δόντια. Τρέφονται κυρίως με ψάρια και χελώνες. Ο Αμερικάνος αλιγάτορας ζει στις ΗΠΑ, κυρίως στον ποταμό Μισισιπή. Ο Αλιγάτορας της Κίνας, ο οποίος είναι μικρότερος, ζει στον ποταμό Γιανγκ τσε Κιανγκ.


Κόκκινη αλεπού

Η Κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes) είναι θηλαστικό της οικογένειας Κυνίδες. Είναι το πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο είδος αλεπούς και σε πολλές περιοχές αναφέρεται απλώς ως «η αλεπού».

Διαστάσεις και εμφάνιση

Όπως και με όλα τα είδη των αλεπούδων, εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της πιο μακρόστενο.

Η κόκκινη αλεπού είναι το μεγαλύτερο σε διαστάσεις είδος ανάμεσα σε όλα τα είδη αλεπούδων, με βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 3,6 και 7,6 κιλών, ανάλογα με την περιοχή, ενώ οι μεγαλύτερες που έχουν βρεθεί μπορεί να φτάσουν ακόμα και τα 14 κιλά. Το μήκος του σώματός της (εκτός της ουράς) κυμαίνεται ανάμεσα στα 46 και τα 90 εκατοστά.

Η ουρά της είναι έντονα φουντωτή και έχει μήκος 30 έως 55 εκατοστά. Καταλαμβάνει δηλαδή το ένα τρίτο του μήκους του σώματός της και χρησιμοποιείται για μόνωση και ένα μαλακό μαξιλάρι όταν ξαπλώνει, καθώς και ως εργαλείο για την επικοινωνία. Προσφέρει, επίσης, ισορροπία για μεγάλα άλματα και σύνθετες κινήσεις, καθώς τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά και έτσι η ουρά της της χρησιμεύει και σαν μέσο ισορροπίας (σαν ένα 5-ο πόδι). Η ιδιαίτερα ξεχωριστή άσπρη άκρη της ουράς της, γνωστή και ως «ετικέτα», χρησιμοποιείται ως σήμα κατατεθέν για τη διάκριση της κόκκινης αλεπούς από άλλα σαρκοφάγα.

Αν και τα πόδια της κόκκινης αλεπούς, όπως προαναφέρθηκε, είναι κοντά και λεπτά, ωστόσο είναι εξαιρετικά δυνατά και ευκίνητα, επιτρέποντάΌπως υποδηλώνει το όνομά της, το τρίχωμά της είναι κοκκινωπό, με αποχρώσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στο καφεκόκκινο και στο «κεραμιδί». Επίσης, το άκρο της ουράς της είναι πάντα λευκό, ενώ επιπλέον το πίσω μέρος των αυτιών της και το μπροστινό μέρος των ποδιών της είναι μαυριδερά.

Υπάρχουν πάντως αρκετές χρωματικές ποικιλίες της κόκκινης αλεπούς, με ενδιαφέρουσες παραλλαγές στο χρώμα του τριχώματος. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή μπορεί να θεωρηθεί μία ποικιλία με μεγάλη ποσότητα μελανίνης και αποχρώσεις από το ασημί και το σκούρο γκρι ως το μαύρο. Είναι γνωστή ως η «Ασημένια αλεπού» και έχει υποβληθεί σε πρόγραμμα εξημέρωσης και τις τελευταίες δεκαετίες έχει γνωρίσει απήχηση ως κατοικίδιο, σε κάποια κράτη.

Κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα, το τρίχωμα της κόκκινης αλεπούς γίνεται πιο πυκνό, αναπτύσσοντας την λεγόμενη «χειμερινή γούνα», η οποία λειτουργεί σαν μονωτικό ενάντια στο ψύχος. Στις αρχές της άνοιξης, το επιπλέον αυτό τρίχωμα αρχίζει να πέφτει και έως το καλοκαίρι επανέρχεται στο κανονικό, που διαρκεί για όλη την θερμή περίοδο της να αναπτύξει ταχύτητα έως και 72 km/h (45 mph), ικανότητα πολύτιμη όταν κυνηγάει την λεία της.

Γεωγραφική διασπορά

Η κόκκινη αλεπού είναι μακράν το είδος με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση από όλα τα άλλα είδη αλεπούδων. Ζει στην Ευρώπη, την Ασία, μία στενή λωρίδα της βόρειας Αφρικής, την Βόρεια Αμερική (εισήχθη από το Ηνωμένο Βασίλειο στις ανατολικές ΗΠΑ στα μέσα του 18ου αιώνα και εξαπλώθηκε δυτικότερα), ενώ το 1855 εισήχθη και στην Αυστραλία. Μάλιστα συναντάται ακόμα και στην αλπική τούνδρα που βρίσκεται στο οροπέδιο του Θιβέτ.

Είναι επιπλέον ικανή να συμβιώνει και με πιο τοπικά είδη αλεπούδων, όπως η Αρκτική αλεπού, στο ίδιο οικοσύστημα. Όχι μόνο δεν είναι σε κανένα μέρος απειλούμενο με αφανισμό είδος, αλλά αντιστρόφως η εκπληκτική της προσαρμοστικότητα έχει οδηγήσει πολλά άλλα λιγότερο ικανά είδη σε κίνδυνο εξαφάνισης ή και εξαφάνιση.



Κοάλα

Το κοάλα (Φασκόλαρκτος στακτόχρους/Phascolarctos cinereus) είναι μαρσιποφόρο φυτοφάγο ζώο που ζει στην Αυστραλία, μόνος εκπρόσωπος της οικογένειαςφασκολαρκτίδες.

Το κοάλα απαντάται σε ολόκληρη την ανατολική ακτή της Αυστραλίας, από την Αδελαΐδα μέχρι το νότιο τμήμα της χερσονήσου Κέιπ Γιορκ, και στην ενδοχώρα σε βάθος που εξαρτάται από την παρουσία βροχών που μπορούν να συντηρήσουν δάση ευκαλύπτου, τα φύλλα του οποίου αποτελούν και την αποκλειστική τροφή του. Τα Κοάλα της νότιας Αυστραλίας εξοντώθηκαν σε μεγάλη κλίμακα στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά ο πληθυσμός του είδους ανανεώθηκε σε κάποιο βαθμό. Σήμερα τα κοάλα είναι σχεδόν απειλούμενο είδος.

Ονομασία

Η λέξη κοάλα προέρχεται από τη λέξη γκούλα της διαλέκτου Νταρούκ. Άλλη ονομασία που δόθηκε στο ζώο από τους πρώτους Ευρωπαίους αποίκους, ήταν "η ντόπιααρκούδα". Καμμιά φορά καλείται και σήμερα "αρκούδα κοάλα" παρότι δεν έχει σχέση με το είδος των αρκτιδών, που είναι ζώα πλακουντοφόρα. Η επιστημονική ονομασία του κοάλα προέρχεται από την ελληνική λέξη "φάσκολος" που σημαίνει "σάκος, μάρσιπος", και από την λέξη "άρκτος" που σημαίνει "αρκούδα". Το επίθετο "cinereus" προέρχεται από τη λατινική και σημαίνει "στακτόχρους".


Δενδρολίβανο

Αρωματικός αειθαλής θάμνος το δενδρολίβανο ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.

Γνωστό φυτό στην αρχαιότητα όταν οι Αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και γιορτές ,σε στολισμούς κτηρίων, ναών και το έκαιγαν και σαν θυμίαμα.

Η καταγωγή του είναι από τις περιοχές της Μεσογείου αλλά σήμερα εκτός από τις περιοχές αυτές καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και τις εύκρατες περιοχές της Αμερικής.

Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Η πάνω επιφάνεια των φύλλων έχει χρώμα σκούρο πράσινο και η κάτω επιφάνεια είναι ελαφρώς χνουδωτή με χρώμα λευκό ή αχνά γκριζωπό. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές.

Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται σαν αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση. Στη ζαχαροπλαστική το χρησιμοποιούν κυρίως στα γλυκά του κουταλιού. Έχουν ένα ευχάριστο άρωμα που μοιάζει με αυτό του τσαγιού και η γεύση του είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.

Από τα φύλλα του δενδρολίβανου εξάγεται ένα υγρό που χρησιμοποιείται στην παρασκευή φάρμακου για τους ρευματισμούς, για τις διάφορους ερεθισμούς του στόματος καθώς και για το βήχα. Από τους βλαστούς εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία καθώς και με κατάλληλη επεξεργασία στην παρασκευή εντομοκτόνων.


Λευκός καρχαρίας

Ο λευκός καρχαρίας (επιστημονική ονομασία: Carcharodon carcharias), γνωστός και ως μεγάλος λευκός, ή λευκός θάνατος, είναι ένας εξαιρετικά μεγάλοςκαρχαρίας που βρίσκεται στα παράκτια νερά κοντά στην επιφάνεια σε όλους τους σημαντικούς ωκεανούς. Φθάνει σε μήκος μεγαλύτερο των 6 μέτρων και ζυγίζει μέχρι 2.240 χιλιόγραμμα. Ο λευκός καρχαρίας είναι αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο γνωστό αρπακτικό ψάρι του κόσμου. Είναι το μόνο είδος του γένους του (Carcharodon) που υπάρχει ακόμα.


Ελληνικός Ποιμενικός (Canis familiaris)

Στο πλαίσιο της πρόληψης και της μείωσης των ζημιών που προκαλούν οι αρκούδες και οι λύκοι στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο, ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ εκτρέφει, από το 1998, ελληνικούς ποιμενικούς σκύλους και τους χορηγεί δωρεάν σε κτηνοτρόφους των οποίων τα κοπάδια βόσκουν σε ορεινές περιοχές που αποτελούν το βιότοπο των μεγάλων σαρκοφάγων ζώων. Ο ελληνικός ποιμενικός σκύλος εκτρέφεται αιώνες τώρα, κυρίως για τη φύλαξη κοπαδιών, στις ορεινές περιοχές της χώρας μας. Η προσαρμογή του ελληνικού ποιμενικού στις αντίξοες συνθήκες της ορεινής κτηνοτροφίας, με την πάροδο των αιώνων του έδωσε την δυνατότητα να διαμορφώσει ορισμένα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν πολύτιμο και αναντικατάστατο φύλακα, ικανό να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις μεγάλων σαρκοφάγων, όπως η αρκούδα και ο λύκος. Σήμερα, με την εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας και την εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους κατοίκους της, η παραδοσιακή αυτή ελληνική φυλή σκύλων κινδυνεύει με εξαφάνιση.

Χαρακτηριστικά

Ο ελληνικός ποιμενικός (Canis familiaris) ανήκει στην οικογένεια των Κυνοειδών και κατατάσσεται στις μολοσοειδείς φυλές σκύλων ποιμενικού τύπου. Η σωματική διάπλαση του ελληνικού ποιμενικού και τα άλλα χαρακτηριστικά του είναι άριστα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον που ζει και τη χρησιμότητά του. Τα άτομα της φυλής εμφανίζουν έντονο σεξουαλικό διμορφισμό (τα αρσενικά και τα θηλυκά ζώα διαφέρουν μεταξύ τους). Το ύψος του κυμαίνεται από 60 έως 75εκ. (στο ακρώμιο). Το σώμα είναι ισχυρό με καλή μυική ανάπτυξη και φαρδιά ράχη. Το βάρος του είναι ανάλογο του ύψους και του φύλου (35-55 κιλά). Έχει θώρακα βαθύ και ευρύ και το κεφάλι του σκύλου είναι ογκώδες με αναλογία ρύγχους κρανίου 2:3. Τα αυτιά του εκφύονται στο ύψος των ματιών, είναι τριγωνικά, μετρίου μεγέθους και κρέμονται στα πλάγια του κεφαλιού. Ο λαιμός του είναι ισχυρός και φαρδύς. Η ουρά μπορεί να είναι μακριά ή μέτριου μήκους. Το τρίχωμά του είναι πυκνό με διπλό μανδύα, για να το προστατεύει από τις ακραίες καιρικές συνθήκες και εμφανίζεται σε δύο ποικιλίες, ημίμακρο ή μακρύ. Τα αρσενικά εμφανίζουν επιπλέον χαίτη. Το τρίχωμα του ελληνικού ποιμενικού μπορεί να έχει χρώμα λευκό, μαύρο, καστανόμαυρο ραβδωτό, καστανό και υπόξανθο όταν το τρίχωμα είναι μονόχρωμο, ενώ συχνότερα είναι ποικιλόχρωμο.

Ο ελληνικός ποιμενικός διαθέτει άριστη όσφρηση, όραση και ακοή που σε συνδυασμό με τη ρωμαλέα του διάπλαση και τον χαρακτήρα του, το καθιστά ιδανικό σκύλο φύλαξης. Στον ποιμενικό χαρακτήρα του ζώου παρατηρείται η ανεξαρτησία δράσης, η υψηλή αίσθηση του ζωτικού χώρου, το έντονα αναπτυγμένο ένστικτο προστασίας στο κοπάδι, η επιθετικότητα προς τα άγρια ζώα, το θάρρος, η πίστη στην ομάδα και η αφοσίωση στον τσομπάνη. Η προστατευτική συμπεριφορά του ελληνικού ποιμενικού σκύλου είναι ενστικτώδης, ωστόσο για το σκοπό αυτό πρέπει να εκπαιδεύεται από τον κτηνοτρόφο, σε νεαρή ακόμη ηλικία. Από τους πρώτους μήνες της ανάπτυξής του, προσαρμόζεται εύκολα στην καθημερινή διαβίωση του κοπαδιού, κινείται ελεύθερα χωρίς να ενοχλεί τα ζώα, ενώ σύντομα αναπτύσσει μαζί τους σχέσεις συμβίωσης και ένστικτο προστασίας.

Κίνδυνοι που απειλούν τη φυλή

Παρά την ιδιαίτερη γεωμορφολογία της χώρας μας, που αποτέλεσε φυσικό εμπόδιο στην επιμειξία της φυλής του ελληνικού ποιμενικού σκύλου για εικοσιτέσσερεις αιώνες στον ελλαδικό χώρο, ελάχιστα άτομα καθαρόαιμων ελληνικών ποιμενικών σκύλων έχουν απομείνει σήμερα.

  • Οι σχετικά πρόσφατες κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις στην ελληνική ύπαιθρο προκάλεσαν αλλαγές στη μορφή της κτηνοτροφίας.
  • Η εφαρμογή νέων μεθόδων άσκησης της σύγχρονης κτηνοτροφίας, η μείωση της νομαδικής κτηνοτροφίας και η τάση εκσυγχρονισμού και βιομηχανοποίησης του κτηνοτροφικού κεφαλαίου, απομάκρυναν σταδιακά τους κτηνοτρόφους από τους παραδοσιακούς κανόνες κτηνοτροφίας.
  • Η εντατικοποίηση της παραγωγής σε ζωοκομικά προιόντα έδωσε τα κίνητρα για τη σύσταση μικρότερων κοπαδιών, με μεγαλύτερη παραγωγικότητα, που εντοπίζονται κοντά σε κατοικημένες ή ακόμη και αστικές περιοχές, μακριά από τις δυσμενείς και ζημιογόνες, για το κτηνοτροφικό κεφάλαιο, συνθήκες του ορεινού περιβάλλοντος.
  • Η σκόπιμη ή τυχαία διασταύρωση των σκύλων της φυλής ελληνικός ποιμενικός με άλλες φυλές οδήγησε σε ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις που αλλοίωσαν τα χαρακτηριστικά των σκύλων σε πολλές περιοχές απομακρύνοντάς τα από το παραδοσιακό πρότυπο. Τα ζώα που προήλθαν από επιμιξίες έχασαν σταδιακά τις ικανότητές που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική φύλαξη των κοπαδιών.

Δράσεις αποκατάστασης και επαναδιάδοσης της φυλής

Καθώς ελάχιστα άτομα καθαρόαιμων ελληνικών ποιμενικών σκύλων έχουν απομείνει στις μέρες μας, κρίνεται αναγκαία η συστηματική προσπάθεια για τη διατήρηση και την επαναφορά της φυλής. Με την πεποίθηση αυτή και στο πλαίσιο της προστασίας και διατήρησης της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ, με την επιστημονική συμβολή του κτηνίατρου Χ. Δρίβα, δραστηριοποιείται για την αποκατάσταση και επαναδιάδοση της φυλής, με την εκτροφή και χορήγηση ελληνικών ποιμενικών σκύλων σε κτηνοτρόφους των περιοχών, όπου υπάρχει παρουσία αρκούδας και λύκου, ως μέτρο πρόληψης των ζημιών που προκαλούν τα μεγάλα σαρκοφάγα ζώα στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο.

Για την εφαρμογή αυτού του πιλοτικού μέτρου, δημιουργήθηκε, το 1998, εκτροφείο ελληνικών ποιμενικών σκύλων, στο Γιαννακοχώρι της Νάουσας, με ειδικά διαμορφωμένους χώρους και μόνιμη παρουσία φροντιστών και κτηνιάτρου, όπου με την ελεγχόμενη αναπαραγωγή από καθαρόαιμους γεννήτορες διασφαλίστηκε η διατήρηση της φυλής. Παράλληλα, τα κουτάβια των ελληνικών ποιμενικών εκπαιδεύονταν ως σκύλοι φύλαξης κοπαδιών πριν τη μεταφορά τους στις κτηνοτροφικές μονάδες. Το εκτροφείο σήμερα λειτουργεί στον Αετό της Φλώρινας όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Περιβαλλοντικού Κέντρου του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ. Το εκτροφείο δημιουργήθηκε με συγχρηματοδότηση του ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού μέσου Life-Φύση και μέσω των προγραμμάτων ΑΡΚΤΟΣ, ΛΥΚΟΣ και ΓΡΑΜΜΟΣ–ΡΟΔΟΠΗ που συντόνισε και υλοποίησε ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ. Μέχρι σήμερα έχουν χορηγηθεί 200 περίπου ελληνικοί ποιμενικοί σκύλοι σε κτηνοτρόφους.

Οι κτηνοτρόφοι των ορεινών περιοχών δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο για την απόκτηση ελληνικού ποιμενικού ως σκύλου φύλαξης των κοπαδιών τους, όσο και για τη στήριξη των άλλων δράσεων διατήρησης και επαναφοράς της φυλής. Η ζήτηση υπερκαλύπτει κατά πολύ την προσφορά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία λίστας αναμονής και τη θέσπιση αυστηρών κριτηρίων για τους ανάδοχους κτηνοτρόφους.

Πρόγραμμα Αναπαραγωγής Ελληνικού Ποιμενικού

Η συστηματοποίηση και παρακολούθηση της αναπαραγωγής και της διανομής του Ελληνικού Ποιμενικού Σκύλου προβλέπεται από την έναρξη προγράμματος τριετούς διάρκειας με τη συμβολή του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. οι στόχοι του οποίου είναι οι εξής:

  1. Αξιολόγηση της μέχρι τώρα διανομής Ελληνικών Ποιμενικών σε κτηνοτρόφους και δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων

  2. Ελεγχόμενη αναπαραγωγή και ζωοτεχνική βελτίωση της φυλής και διατήρηση της πολυμορφίας του γενετικού υλικού της.

  3. Διάθεση σε κτηνοτρόφους, μελέτη και αξιολόγηση δράσης. Παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας και της λειτουργικότητας των ατόμων της φυλής στη φύλαξη των κοπαδιών από την αρκούδα και το λύκο. Η επιλογή των κτηνοτρόφων θα γίνει σε περιοχές ειδικού ενδιαφέροντος για τον Ελληνικό Ποιμενικού Σκύλου (Μέτρο 3.13 του ΕΠΑΑ 2000-2006 του Καν. [ΕΚ]1257/1999).

  4. Πληθυσμιακή μελέτη των γνήσιων, διαθέσιμων και υφιστάμενου ατόμων στην ύπαιθρο και χαρτογράφηση της γεωγραφικής κατανομής.

  5. Καταγραφή των απειλών της φυλής (διασταύρωση με ξένες φυλές, αιμομιξία, ασθένειες, κτλ).

  6. Δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων.

  7. Διερεύνηση των δυνατοτήτων αναγνώρισης της φυλής από την Παγκόσμια Κυνολογική Ομοσπονδία (5-7 χρόνια).

Η υλοποίηση του προγράμματος θα πραγματοποιηθεί με τη πολύτιμη εποπτεία του Ομίλου Φίλων Ελληνικού Ποιμενικού που εδρεύει στη Λάρισα. Σημαντικός μοχλός ανάπτυξης των δράσεων αποτελεί η κατασκευή νέου Κέντρου Αναπαραγωγής Ελληνικού Ποιμενικού (Κ.Α.Ε.Π.) στον Αετό Φλώρινας, με εγκαταστάσεις υψηλών προδιαγραφών που θα περιλαμβάνει 10-12 χώρους διαμονής γεννητόρων, κοινό χώρο εξάσκησης των ζώων και χώρο εγκλιματισμού με παραγωγικά ζώα (πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες). Στο Κ.Α.Ε.Π θα υπάρχει η δυνατότητα φιλοξενίας Ελληνικών Ποιμενικών σκύλων ιδιωτών και η επιλεκτική σύζευξη με σκύλους που διατηρεί ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ.

Απώτερος στόχος του προγράμματος είναι η διάσωση της φυλής του Ελληνικού Ποιμενικού, η προστασία του κτηνοτρόφου μέσω της πρόληψης των ζημιών από μεγάλα σαρκοφάγα ζώα και η αρμονική συμβίωση των ανθρώπων της υπαίθρου με το φυσικό περιβάλλον.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την:

Μαρία Τριβουρέα, Αετός Φλώρινας, τηλ. 23860 41500, mtrivourea@arcturos.gr



Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balkanica)

Στην Ελλάδα το αγριόγιδο είναι σπάνιο είδος και απειλείται με εξαφάνιση.

Στις ορεινές περιοχές της Πίνδου, της Ροδόπης και της Στερεάς Ελλάδας ζουν απομονωμένοι περίπου δεκαπέντε μικροί πληθυσμοί που συνολικά δεν αριθμούν περισσότερα από 400 αγριόγιδα.

Οι κύριες απειλές για το αγριόγιδο προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι το παράνομο κυνήγι και η υποβάθμιση των βιοτόπων.

Χαρακτηριστικά:

Βασίλειο:

Animalia

Φύλο:

Chordata

Κλάση:

Mammalia

Τάξη:

Artiodactyla

Οικογένεια:

Bovidae

Γένος:

Rupicapra

Μέγεθος:

Βάρος:

110-130 εκατοστά

14-62 κιλά

Καθεστώς: Το αγριόγιδο προστατεύεται αυστηρά από την Ελληνική Νομοθεσία (Ν.Δ. 86/69 περί Δασικού Κώδικα, άρθρο 258, παρ. 1δ)

Περιγραφή: Στην Ελλάδα το αγριόγιδο ανήκει στο υποείδος (Rupicapra rupicapra balkanica), είναι σπάνιο είδος και απειλείται με εξαφάνιση. Δεν ανήκει στο ίδιο είδος με το αγριοκάτσικο (αγρίμι ή κρι-κρι) της Κρήτης και δεν διασταυρώνεται με τη γίδα. Ένα από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι τα όρθια κέρατα με κυρτές απολήξεις. Το τρίχωμά του σώματός του από καφέ ανοιχτό το καλοκαίρι μετατρέπεται σε σκούρο καφέ το χειμώνα ενώ στο λευκό κεφάλι φέρει δυο σκούρες πλευρικές λωρίδες που εκτείνονται από τα κέρατα ως τα ρουθούνια.

Εξάπλωση: Η γεωγραφική εξάπλωση του αγριόγιδου σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο είναι ασυνεχής. Στην Ελλάδα το αγριόγιδο ζει ακόμη, στη βόρεια και τη νότια Πίνδο, στη Στερεά Ελλάδα, στον Όλυμπο, στη Ροδόπη και σε δύο ακόμη ορεινές, παραμεθόριες περιοχές στο Πίνοβο και στη Νεμέρτσικα -κορυφές στην οροσειρά της Τζένας. Σε 15 περιοχές της χώρας ζουν συνολικά περίπου 400-500 άτομα του είδους σε απομονωμένους μικρούς πληθυσμούς.

Βιότοπος: Ιδανικός βιότοπος για το αγριόγιδο είναι οι επικλινείς, καλυμμένες με δάση, πλαγιές που καταλήγουν σε απόκρημνες κορυφές με σάρες, λούκια, οριζόντια διαζώματα και με άφθονη ποώδη βλάστηση. Οι πλαγιές αυτές ανάλογα με το υψόμετρο συνήθως γειτνιάζουν με υποαλπικά λιβάδια.

Βιολογία: Το αγριόγιδο τρέφεται κυρίως με διάφορα ποώδη φυτά αλλά συμπληρωματικά και με φύλλα, κλαδάκια δέντρων και λειχήνες. Ζευγαρώνει τους φθινοπωρινούς μήνες και γεννά ένα -ή σπάνια δύο- μικρά το Μάιο. Τα αρσενικά εγκαταλείπουν το κοπάδι της μητέρας τους σε ηλικία 2-3 χρόνων. Στην ηλικία των 8-9 ετών, που συμπίπτει με την έναρξη της αναπαραγωγικής ηλικίας. εγκαθίστανται στη δική τους επικράτεια. Ζουν μεμονωμένα εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής οπότε προσεγγίζουν τα θηλυκά της επικράτειάς τους. Τα θηλυκά με τα μικρά τους σχηματίζουν κοπάδια. Στην Ελλάδα, τα κοπάδια αυτά αποτελούνται συνήθως από 5 ως 15 άτομα (σπάνια ως 30) ενώ σε άλλες χώρες και σε περιοχές με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν και τα 100 άτομα στο ίδιο κοπάδι. Το μεγαλύτερο μέγεθος των κοπαδιών παρατηρείται στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου. Την εποχή αυτή και ως το τέλος του φθινοπώρου, απαντώνται στις ψηλότερες υψομετρικά περιοχές του βιοτόπου τους ενώ το χειμώνα κατεβαίνουν στις απόκρημνες δασωμένες πλαγιές. Μετά την άνοιξη και καθώς το χιόνι λειώνει, τα αγριόγιδα σταδιακά ανεβαίνουν ολοένα και ψηλότερα.

Απειλές: Οι κύριες απειλές για το αγριόγιδο είναι το παράνομο κυνήγι που προκαλεί την άμεση εξολόθρευσή του, η υποβάθμιση των βιοτόπων του από την υπερβόσκηση και η γενετική αποδυνάμωση του είδους από τη σταδιακή συρρίκνωση του πληθυσμού του.

Δράσεις: Ενημέρωση του κοινού και ευαισθητοποίηση.


Βίδρα (Lutra lutra)

Η βίδρα είναι ένα μικρόσωμο ζώο που ζει στις όχθες των ορεινών ποταμών και των λιμνών και μόνο όπου τα νερά είναι πολύ καθαρά.

Η βίδρα έχει εξαφανιστεί από τους περισσότερους βιοτόπους της. Καθώς το είδος αποτελεί σημαντικό δείκτη υγείας των ορεινών υδάτων, προστατεύεται αυστηρά σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.

Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για την επιβίωση της βίδρας προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι η ρύπανση των ποταμών και των λιμνών, η αποξήρανση των υγροτόπων και τα υδροηλεκτρικά φράγματα.

Χαρακτηριστικά:

Βασίλειο:

Animalia

Φύλο:

Chordata

Κλάση:

Mammalia

Τάξη:

Carnivora

Οικογένεια:

Mustelidae

Γένος:

Lutra

Μέγεθος:

Βάρος:

55 – 110 εκατοστά

5 - 12 κιλά

Καθεστώς: Η βίδρα θεωρείται προστατεύομενο είδος στην Ελλάδα (Π.Δ. 67/81)

Περιγραφή: Η ευρασιατική βίδρα (Lutra lutra) είναι ένα από τα 13 είδη βίδρας (υποοικογένεια Lutrinae) που υπάρχουν στον κόσμο. Από αυτά πέντε είδη, μεταξύ των οποίων και η ευρασιατική, απειλούνται. Για τη βίδρα έχουν περιγραφεί 10 διαφορετικά υποείδη. Η ευρασιατική βίδρα θεωρείται από τα σπανιότερα και πιο απειλούμενα θηλαστικά της ηπείρου.

Εξάπλωση: Στην Ελλάδα, σύμφωνα με παλιότερες καταγραφές για το είδος, θεωρείται ότι υπάρχει ένας από τους πυκνότερους και με μεγάλη εξάπλωση πληθυσμούς βίδρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Διάσπαση των πληθυσμών εμφανίζεται στην κεντρική Ελλάδα, ενώ μερικοί και απομονωμένοι πληθυσμοί βρίσκονται στα νησιά Κέρκυρα και Εύβοια. Έτσι, παρά την παρουσία της στους περισσότερους κατάλληλους βιότοπους, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των απειλούμενων ειδών της Ελλάδα στην κατηγορία τρωτό.

Βιότοπος: Σε διαφορετικές περιοχές απαντά σε μια μεγάλη ποικιλία υδάτινων ενδιαιτημάτων, σε γλυκά νερά, σε ποταμούς, λίμνες, έλη με αναπτυγμένη παρόχθια βλάστηση καθώς και σε βραχώδεις ακτές στις θάλασσες της Βόρειας Ευρώπης.

Βιολογία: Οι βίδρες ζουν μεμονωμένες και οριοθετούν με σαφήνεια τον ζωτικό τους χώρο, η έκταση του οποίου κυμαίνεται ανάλογα με την διαθέσιμη τροφή. Στους ποταμούς, όπου ο ζωτικός τους χώρος είναι γραμμικός, κυμαίνεται μεταξύ 5 και 40 χλμ. Στις λίμνες και τα έλη έχει πολυγωνική δομή. Σε ακτές με πλούσιες τροφικές πηγές ζωής ο ζωτικός τους χώρος μπορεί να φτάσει στο 1,1 χλμ. Είναι ένας από τους ανώτερους θηρευτές στα υδάτινα οικοσυστήματα. Τρέφεται με ψάρια σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% αλλά και αμφίβια, ερπετά(νερόφιδα), ασπόνδυλα (κυρίως καβούρια), πουλιά και μικρά θηλαστικά. Γεννούν, συνήθως την άνοιξη, 2-3 μικρά το έτος, τα οποία τον πρώτο χρόνο εξαρτώνται από την μητέρα τους. Χρησιμοποιεί πολλά καταφύγια για ανάπαυση και αναπαραγωγή τα οποία είναι είτε ανοικτά, σε ήσυχες τοποθεσίες ανάμεσα σε βράχια με πυκνή παρυδάτια δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση ή καλαμιώνες, είτε σε κοιλότητες που σκάβει κάτω από το έδαφος.

Απειλές: Η βίδρα έχει εξαφανιστεί από τους περισσότερους βιότοπους της. Καθώς το είδος αποτελεί σημαντικό δείκτη υγείας των ορεινών υδάτων, προστατεύεται αυστηρά σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για την επιβίωση της βίδρας προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι η ρύπανση των ποταμών και των λιμνών, η αποξήρανση των υγροτόπων και τα υδροηλεκτρικά φράγματα. Η καταστροφή της παρόχθιας βλάστησης σε λίμνες και ποτάμια λόγω της επέκτασης των αγρών, της κατασκευής δρόμων, της ευθυγράμμισης της κοίτης στα ποτάμια και η οικιστική ανάπτυξη. Η κατάκλιση των βιοτόπων από τεχνητούς ταμιευτήρες στα ποτάμια. (Οι τεχνητοί ταμιευτήρες, συνήθως, δεν δημιουργούν κατάλληλους βιότοπους για το είδος λόγω έντονης αυξομείωσης της στάθμης και την απουσία παρόχθιας βλάστησης).

Δράσεις: Για τη διατήρηση του είδους πρέπει να εξασφαλισθούν η επικοινωνία μεταξύ γειτονικών υπο-πληθυσμών, η προστασία της φυσικής βλάστησης στις όχθες, η ποιότητα και η ποσότητα(στάθμη)του νερού, η διατήρηση των πληθυσμών των ψαριών και να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις της άμεσης θανάτωσης και των τυχαίων ατυχημάτων.

Περαιτέρω Πληροφορίες www.otterspecialistgroup.org



Καφέ αρκούδα (Ursus arctos)

Μέσα από μία πορεία εξέλιξης 35 εκατομμυρίων χρόνων η καφέ αρκούδα, ζώο ιδιαίτερα προσαρμοστικό, κατόρθωσε να βρει κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης σε όλη σχεδόν τη γηραιά ήπειρο. Ωστόσο υπολογίζεται ότι μόνο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες η κατανομή και οι πληθυσμοί της αρκούδας μειώθηκαν κατά 60% και 50% αντίστοιχα, με αποτέλεσμα τη δραματική συρρίκνωση και διάσπαση της άλλοτε ενιαίας ζώνης εξάπλωσης του είδους.

Σήμερα, η αρκούδα επιβιώνει σε μικρούς πληθυσμούς, αποκομμένους στη νότια Ευρώπη, και θεωρείται πλέον και νομικά είδος υπό εξαφάνιση.

Στην Ελλάδα οι αρκούδες, που υπολογίζονται γύρω στις 250, ζουν στις πιο απόμερες περιοχές των οροσειρών της Πίνδου και της Ροδόπης, σχηματίζοντας δύο μικρούς πληθυσμούς, που δεν επικοινωνούν πλέον μεταξύ τους.

Η αρκούδα δεν έχει φυσικούς εχθρούς, κινδυνεύει μόνο από τον άνθρωπο και τις παράνομες ή εντατικές δραστηριότητές του.

Χαρακτηριστικά:

Βασίλειο:

Animalia

Φύλο:

Chordata

Κλάση:

Mammalia

Τάξη:

Carnivora

Οικογένεια:

Ursidae

Γένος:

Ursus

Μήκος:

Βάρος:

1,70 - 2,20 μέτρα

60 - 250 κιλά (ανάλογα με το φύλο και την εποχή του έτους)

Καθεστώς προστασίας: Η καφέ αρκούδα προστατεύεται σήμερα από τη διεθνή, την κοινοτική και την ελληνική νομοθεσία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 258(Ν.Δ. 86/69) του Δασικού Κώδικα, απαγορεύεται ο φόνος, η αιχμαλωσία, η κατοχή και η έκθεση σε δημόσια θέα της καφέ αρκούδας. Στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ειδών(Red Data Book) η καφέ αρκούδα αναφέρεται ως κινδυνεύον είδος. Σύμφωνα με την οδηγία 93/43 της ΕΕ, το είδος τελεί υπό προστασία.

Περιγραφή: Έχει σωματώδη διάπλαση, τριγωνικό κεφάλι, κυκλικά αυτιά και μικρά μάτια. Το τρίχωμα μίας ενήλικης αρκούδας παρουσιάζει όλες τις αποχρώσεις του καφέ, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και το περιβάλλον στο οποίο ζει.

Εξάπλωση: Η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) έως τον 15ο αιώνα ζούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η καταστροφή των βιοτόπων της και το κυνήγι της, που απαγορεύτηκε μόλις εδώ και δύο δεκαετίες, είναι οι κύριες αιτίες της σταδιακής εξαφάνισής της από τις περισσότερες χώρες. Σήμερα ζει σε μικρούς, αποκομμένους πληθυσμούς και κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Στη Γαλλία έχουν απομείνει περίπου 10, ενώ στην Ισπανία και την Ιταλία περίπου από 50. Στην Ελλάδα έως το 19ο αιώνα, η αρκούδα ζούσε ακόμη και στην Πελοπόννησο. Σήμερα έχει περιοριστεί κυρίως στη βόρεια Πίνδο και την κεντρική Ροδόπη. Ο ελάχιστος δυνατός πληθυσμός της υπολογίζεται σε 250 άτομα και αποτελεί το νοτιότερο τμήμα του Βαλκανικού πληθυσμού αρκούδας που δεν ξεπερνά συνολικά τα 2.500-3.000 άτομα. Είναι ωστόσο από τους μεγαλύτερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φυσική σύνδεση των πληθυσμών της καφέ αρκούδας στη Βαλκανική θα αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους και στη χώρα μας.

Βιότοπος: Χαρακτηριστικά ενδιαιτήματα τα οποία προτιμά η καφέ αρκούδα είναι τα μικτά δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων που βρίσκονται στην υψομετρική ζώνη μεταξύ 900 και 1700 μέτρων. Τους θερινούς μήνες συναντιέται επίσης σε καλλιέργειες και οπωρώνες λόγω της διατροφικής τους αξίας.

Βιολογία: Η αρκούδα είναι το πιο μεγάλο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης. Σε φυσιολογικές συνθήκες ζει περίπου 20 με 25 χρόνια. Ζει σε ορεινές δασικές περιοχές και είναι ζώο παμφάγο (αν και ταξινομικά ανήκει στην τάξη των σαρκοφάγων) με ιδιαίτερη προτίμηση στις φυτικές τροφές και ιδιαίτερη αδυναμία στο μέλι. Αναπαράγεται από το 4ο-5ο έτος της ηλικίας της, ζευγαρώνει κάθε δύο ή τρία χρόνια, την περίοδο από το Μάιο έως τον Ιούλιο και γεννά το χειμώνα, συνήθως τον Ιανουάριο, κατά τη διάρκεια του χειμέριου ύπνου από ένα έως δύο και σπανιότερα τρία μικρά, τα οποία γεννιούνται τυφλά και γυμνά ενώ ζυγίζουν μόλις 350-400 γραμμάρια. Τα πρώτα 2-3 χρόνια της ζωής τους είναι τα πιο σημαντικά γιατί κατά το διάστημα αυτό διδάσκονται από τη μητέρα-αρκούδα τον τρόπο επιβίωσης μέσα στο δάσος. Αξιοσημείωτο είναι πως ενώ όλα τα ζώα που πέφτουν σε χειμέριο ύπνο πρέπει κατά καιρούς να ξυπνήσουν για να αποβάλουν τα ούρα τους, η αρκούδα δεν χρειάζεται να κάνει κάτι παρόμοιο διότι διαθέτει έναν μοναδικό μηχανισμό ανακύκλωσης της ουρίας.

Απειλές: Οι κυριότεροι κίνδυνοι για την αρκούδα είναι

  • Ο φόνος από τον άνθρωπο
  • η καταστροφή και υποβάθμιση των βιοτόπων της (αλόγιστη και παράνομη υλοτομία, πυρκαγιές, αλόγιστη διάνοιξη δασικών δρόμων)
  • η απομόνωση των βιοτόπων σε μικρή και μεγάλη κλίμακα (αλόγιστη διάνοιξη δασικών δρόμων και χωρίς σχεδιασμό και έλεγχο τεχνικά έργα όπως φράγματα, μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι)
  • η διακοπή του χειμέριου ύπνου λόγω όχλησης. Ο χειμέριος ύπνος είναι μια διαδικασία συνεχής η οποία μάλιστα αν διακοπεί, δύσκολα ξαναρχίζει, γεγονός που δυσκολεύει την προσπάθεια επιβίωσης κατά τη δύσκολη λόγω έλλειψης τροφής, χειμερινή περίοδο. Επιπλέον, η επιβίωση των νεογνών επιτυγχάνεται μόνο αν η μητέρα δεν απομακρυνθεί από τη φωλιά.
  • η έλλειψη γνώσης και πληροφόρησης για τα παραπάνω προβλήματα, με αποτέλεσμα την έλλειψη κρατικής ενεργοποίησης καθώς και δραστηριοποίησης των πολιτών.

Δράσεις:Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος και για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες “Προστασίας και διαχείρισης των πληθυσμών και των βιοτόπων της καφέ αρκούδας (Ursus arctos) στην Eλλάδα” ανατέθηκε το 1993 στον ΑΡΚΤΟΥΡΟ ο συντονισμός και η διαχείριση σχετικού προγράμματος με το όνομα APKTOΣ οι στόχοι του οποίου όριζαν:

  • Tη μελέτη του χώρου όπου ζει η αρκούδα στη χώρα μας και των κινδύνων που την απειλούν με συνέπεια την περαιτέρω γεωγραφική και πληθυσμιακή της συρρίκνωση.
  • Tην εκπόνηση ενός Σχεδίου Δράσης για το σύνολο της περιοχής εξάπλωσης της αρκούδας.
  • Tο σχεδιασμό παρεμβάσεων για τη βελτίωση των βιοτόπων, τη φύλαξη και παρακολούθηση των πληθυσμών του είδους στις περιοχές της Πίνδου και της Pοδόπης.
  • Tην ανάπτυξη προγραμμάτων βελτίωσης των πρακτικών αποζημίωσης κτηνοτρόφων, μελισσοκόμων και εφαρμογών μέτρων πρόληψης ή αποτροπής συγκρούσεων μεταξύ των παραπάνω ομάδων παραγωγών και της αρκούδας.
  • Την υλοποίηση προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης σε σχολεία καθώς και προγράμματος ευαισθητοποίησης του ελληνικού κοινού και των MME για την προστασία της αρκούδας και των βιοτόπων της.
  • Την οργάνωση, λειτουργία και περαιτέρω ενίσχυση του Περιβαλλοντικού Κέντρου του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ που ήδη λειτουργούσε στο νομό Φλώρινας.

Περισσότερες πληροφορίες www.bearbiology.com


Με την εκτίμηση ότι οι μαθητές είναι οι αυριανοί πολίτες και ότι η σωστή ενημέρωση και αγωγή τους είναι κρίσιμης σημασίας για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος στη χώρα μας ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ σχεδιάζει προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.

Ομάδα ειδικευμένων παιδαγωγών, ειδικών σε οπτικοακουστικά μέσα αλλά και βιολόγων, δασολόγων και περιβαλλοντολόγων εργάζονται για κάθε επιμέρους δράση των προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.

Ο στόχος μας για τη δημιουργία των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων είναι η ευαισθητοποίηση των μαθητών, αλλά και των ενηλίκων του άμεσου περιβάλλοντός τους σε θέματα που αφορούν στην προστασία ειδών της άγριας πανίδας και των βιοτόπων τους. Επίσης, προσπαθούμε με τον τρόπο αυτόν να διευκολύνουμε τους εκπαιδευτικούς στη διαδικασία δραστηριοτήτων σχετικών με το περιβάλλον, μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις και εποπτικό υλικό.

Οι δραστηριότητες που περιέχονται στα πακέτα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ, δεν συγκροτούν ολοκληρωμένα προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Η ανάπτυξη ικανοτήτων που ευνοούν τη συμμετοχή και τη δράση για την επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων προϋποθέτει το άνοιγμα του σχολείου στη ζωή της κοινότητας που ανήκει. Αυτό μπορεί να επιχειρηθεί σταδιακά, εφόσον διαπιστωθεί ότι μετά την επεξεργασία του υλικού έχει επιτευχθεί μια πρώτη ευαισθητοποίηση σχετικά με το ζήτημα που πραγματεύεται το υλικό. Το κάθε σχολείο μπορεί να προχωρήσει ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της περιοχής του και το ανθρώπινο υλικό που μπορεί να αξιοποιήσει.

Ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ πραγματοποιεί και επιμέρους ενέργειες στην ίδια κατεύθυνση της Περιβαλλοντικής Αγωγής, με προσανατολισμό την ανάδειξη των πορισμάτων της έρευνας πεδίου, τη διατήρηση προστατευόμενων ειδών και τη διαχείριση περιοχών περιβαλλοντικής προτεραιότητας: διοργανώνει ημερίδες για τους εκπαιδευτικούς των περιοχών στις οποίες απευθύνονται τα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, συμμετέχει σε παιδαγωγικά συνέδρια και εκδηλώσεις με ενημερώσεις σχετικά με την παρουσία μεγάλων θηλαστικών στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια καθώς και για θέματα περιβαλλοντικής διαχείρισης. Επισκέπτεται σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα με σκοπό την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των μαθητών και των εκπαιδευτικών.

Επιπλέον, το Περιβαλλοντικό Κέντρο του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ, στις εγκαταστάσεις του στον Αετό, το Νυμφαίο και την Αγραπιδιά της Φλώρινας υποδέχεται ετησίως πενήντα χιλιάδες (50.000) επισκέπτες (ενήλικες και μαθητές) οι οποίοι ενημερώνονται εκτενώς για την αρκούδα, το λύκο και τους βιοτόπους τους στην Ελλάδα.

Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση αποτελεί μία από τις βασικές δραστηριότητες του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ. Με σχεδιασμό, γνώση και όραμα ευελπιστούμε να εμπνεύσουμε στις νέες γενιές αξίες που θα μας οδηγήσουν σε ένα καλύτερο αύριο.

Παπαρούνα

Αγγειόσπερμο, δικότυλο, ποώδες φυτό η παπαρούνα ανήκει στην τάξη των Μηκωνωδών (Papaverales) και στην οικογένεια Μηκωνοειδών (Papaveraceae).

Οι παπαρούνες βρίσκονται στις Εύκρατες και ψυχρές περιοχές της γης. Χαρακτηριστικά τους είναι τα φύλλα τους , που είτε αναπτύσσονται μέσα σε λοβό είτε είναι κομμένα σε διάφορα μέρη, διασκορπισμένα ,η ύπαρξη ενός γαλακτικού υγρού στο βλαστό , καθώς και τα μεγάλα τους άνθη που φύονται μεμονωμένα σε μίσχους άφυλλους ή σε φυλλώδης βλαστούς.

Ο καρπός της παπαρούνας είναι πολύσπερμη κάψαΥπάρχουν πολλά είδη παπαρούνας (100 περίπου) που είτε είναι αυτοφυή λουλούδια των αγρών είτε καλλιεργούνται.

Λιβάδι με παπαρούνες
Μήκων η υπνοφόρος
Το πιο σημαντικό είδος του γένους είναι η Μήκων η υπνοφόρος γνωστή με τις ονομασίες παπαρούνα και αφιόνι. Είναι ιθαγενές της Ελλάδας, ετήσιο φυτό που ανθίζει την άνοιξη. Τα φύλλα της είναι οδοντωτά ασημοπράσινα και τα άνθη της είναι πλατιά κυανοπορφυρά. Το φυτό καλλιεργείται για τους καρπούς του που από το χυμό τους λαμβάνεται το όπιο και για τα σπόρια του, που δεν έχουν υπνωτικές ιδιότητες, και χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό και ζωοτροφή. Αυτό το είδος παπαρούνας είναι γνωστό από την αρχαιότητα και τα σπόρια της τα χρησιμοποιούσαν σαν μπαχαρικό από τα αρχαία χρόνια. Τέτοια σπόρια βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν σε παραλίμνιους οικισμούς στην Ελβετία.

Πάντως το πιο γνωστό είδος στην Ελλάδα είναι η κοινή παπαρούνα των αγρών, επιστημονική ονομασία παπαρούνα rhoeas ,μικρό λουλούδι, με κόκκινα άνθη ,μαύρα στη βάση τους, που ανθίζουν την άνοιξη, δίνοντας μαζί με τις μαργαρίτες ένα χαρακτηριστικό χρώμα στην Ελληνική ύπαιθρο.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Τα δελφίνια είναι θαλάσσια θηλαστικά, που συγγενεύουν με τις φάλαινες. Υπάρχουν περίπου 40 είδη δελφινιών από 17 γένη. Το μέγεθός τους ποικίλλει από 1,2 μέτρα και 40 κιλά (δελφίνι του είδους Maui's Dolphin) μέχρι 9,5 μέτρα και 10 τόνους (που είναι η όρκα, που λέγεται και Δολοφόνος- Φάλαινα). Απαντώνται σε όλες σχεδόν τις θάλασσες του κόσμου, καθώς και σε ορισμένα μεγάλα ποτάμια, όπως είναι ο Αμαζόνιος και ο ποταμός Γιανγκτσέ της Κίνας, και είναι ζώα σαρκοβόρα(τρέφονται κυρίως με ψάρια και καλαμάρια). Τη νύχτα τα θηλυκά κοιμούνται στην επιφάνεια του νερού, ενώ τα αρσενικά αναδύονται κάθε μισή ώρα για να αναπνεύσουν. Η οικογένεια Δελφινίδες είναι η μεγαλύτερη των Κητωδών και από εξελικτική άποψη σχετικά νέα. Τα δελφίνια εμφανίστηκαν πριν από περίπου δέκα εκατομμύρια χρόνια, κατά το Μειόκαινο. Τα δελφίνια θεωρούνται από τα πλέον ευφυή ζώα και έχουν καταστεί δημοφιλή στους ανθρώπους μέσα στους αιώνες για την παιχνιδιάρικη συμπεριφορά τους και τη φιλική τους εμφάνιση.

Ο Πλάτανος είναι ένα γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια Πλατανοειδή.

Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη.

Στην Ευρώπη είναι γνωστά με το όνομα πλάτανος, ενώ στη Βόρεια Αμερική με το όνομα συκομουριά. (Εκτός Βόρειας Αμερικής το όνομα "συκομουριά" αναφέρεται είτε στο είδος φίκου (Ficus sycomorus) ή στο είδος Great ή Sycamore Maple (Acer pseudoplatanus).Καθώς τα άνθη ωριμάζουν, μετατρέπονται σε σφαιρικούς καρπούς, ενώ 3 έως 7 τριχωτά σέπαλα μετακινούνται στη βάση τους. Τα πέταλα είναι συνήθως 3 έως 7. Τα αρσενικά άνθη είναι ξεχωριστά από τα θηλυκά, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό (μόνοικα). Ο αριθμός των ανθέων που βρίσκονται σε ένα σύμπλεγμα ενός συγκεκριμένου δέντρου (ταξιανθία) χαρακτηρίζει και το είδος του (βλ. παρακάτω πίνακα). Το αρσενικό άνθος έχει 3 έως 8 στήμονες, ενώ υο θηλυκό έχει ωοθήκες με 3 έως 7 υπέρους. Ο πλάτανος επικονιάζεται με τον άνεμο. Τα πέταλα των αρσενικών ανθέων πέφτουν και έτσι απελευθερώνεται η γύρη.

Μετά τη γονιμοποίηση, τα θηλυκά άνθη μετατρέπονται σε αχαίνια, τα οποία θα σχηματίσουν τον σφαιρικό καρπό. Συνήθως, ο πυρήνας της σφαίρας έχει διάμετρο ενός εκατοστού, ενώ με ξεφλούδισμα έχει διάμετρο ενός χιλιοστομέτρου, διακριτός με γυμνό μάτι. Ο καρπός έχει διάμετρο 2,5 έως 4 εκατοστά και περιέχει αρκετές εκατοντάδες αχαίνια, καθένα από τα οποία είναι κωνικό και βρίσκεται στην επιφάνεια του καρπού. Σε κάθε αχαίνιο υπάρχουν πολλές λεπτές ίνες με κιτρινοπράσινο χρώμα. Αυτές οι ίνες βοηθούν τον καρπό να μεταφέρεται μακριά από το δέντρο, όπως συμβαίνει και στην πικραλίδα.

Στα νεαρά δένδρα ο κορμός μπορεί να αποφλοιωθεί εύκολα σε φλοιούς ακανόνιστου σχήματος. Η ευκολία στην αποφλοίωση αυτή οφείλεται στις μεγάλες ποσότητες νερού που βρίσκονται στο εσωτερικό του κορμού. Αντίθετα, ο κορμός των ηλικιωμένων δέντρων δύσκολα μπορεί να αποφλοιωθεί, αλλά μπορεί εύκολα να σπάσει, λόγω της απουσίας νερού στο εσωτερικό του.Πολλές παραδόσεις του Παλαιού Κόσμου έχουν συνδεθεί με το είδος ανατολικός πλάτανος.

Στην Ελλάδα, ο πλάτανος είναι επίσης συνδεδεμένος με πολλές παραδόσεις ενώ μεγάλα μακρόβια πλατάνια έχουν μείνει ονομαστά. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο πλάτανος του Ιπποκράτη στην Κω, όπου, με τη συλλογή φύλλων του μαζί με σκόρδο, κυδώνι, σταφύλι και ρόδι δημιουργείται μια αρμαθιά που λέγεται αρκιχρονιά, έθιμο τελούμενο κάθε 1η Σεπτεμβρίου, αρχή του εκκλησιαστικού έτους. Παραδείγματα αποτελούν επίσης ο πλάτανος της μονής του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλονιά, από τον οποίο οι προσκυνητές παίρνουν φύλλα για φυλακτό και ο πλάτανος δίπλα στο ιστορικό γεφύρι της Άρτας, όπου λέγεται ότι ο Αλή Πασάς κρεμούσε από τα κλαδιά του τους χριστιανούς. Πολλά χωριά και τοποθεσίες οφείλουν τα ονόματά τους στο δέντρο αυτό, όπως Πλατανόβρυση, Πλατάνα, Πλατανάκια, Πλάτανος και άλλα.

Στον πλάτανο μπορεί να προκληθεί η ασθένεια Plane Anthracnose (Apiognomonia veneta), μια ασθένεια που οφείλεται σε μύκητες που μπορούν να καταστρέψουν τα φύλλα μέσα σε λίγα χρόνια. Η ασθένεια αυτή μπορεί να εκδηλωθεί λόγω του κρύου ή του υγρού ανοιξιάτικου καιρού. Το είδος P. occidentalis και τα άλλα είδη της Αμερικής είναι τα πιο ευάλωτα, ενώ ο ανατολικός πλάτανος είναι το πιο ανθεκτικό είδος. Ο υβριδικός πλάτανος του Λονδίνου έχει μέτρια αντοχή. Άλλη ασθένεια που μπορεί να προσβάλει τον πλάτανο είναι ο περονόσπορος, αλλά σπανιότερα. Ο πλάτανος μπορεί επίσης να προσβληθεί από τις προνύμφες των λεπιδόπτερων.Φυλογένεια

Υπάρχουν δύο υποείδη, το Castaneophyllum, που περιλαμβάνει το ίδος P. kerrii, και το Platanus, που περιλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα. Πρόσφατες μελέτες στο Μεξικό[1]έχουν προσθέσει νέα υποείδη στο είδος αυτό. Μελέτες στα γενετικά στοιχεία του υποείδους Platanus, έχουν δείξει ότι το είδος P. racemosa έχει μεγαλύτερη συγγένεια με το είδος ανατολικός πλάτανος απ’ ό,τι με τα υπόλοιπα είδη της Βόρειας Αμερικής[2]. Έχουν βρεθεί απολιθώματα πλατάνων ηλικίας 115 εκατομμυρίων χρόνων (Κάτω Κρητιδικό). Εκτός από τη γεωγραφική διάκριση μεταξύ Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης, έχουν δημιουργηθεί υβριδικά είδη, όπως ο πλάτανος του Λονδίνου.

[Επεξεργασία]Είδη

Υπάρχουν έντεκα είδη πλατάνων στον κόσμο:

Επιστημονική ονομασίαΚοινή ονομασίαΣυναντάταιΆνθη σε συμπλέγματαΕίδος
Platanus chiapensisΠλάτανος της Τσιάπαςνοτιοανατολικό Μεξικό ;Υποείδος πλατάνου
Platanus gentryiΠλάτανος του Γκέντριδυτικό Μεξικό ;Υποείδος πλατάνου
Platanus × hispanica
(P. occidentalis ×Ανατολικός π.;
ή P. × acerifolia, P. × hybrida)
Πλάτανος του Λονδίνου, Υβριδικός πλάτανοςκαλλιεργούμενο1-6Υποείδος πλατάνου
Platanus kerriiΠλάτανος του ΚερΛάος, Βιετνάμ10-12Υποείδος τουCastaneophyllum
Platanus mexicanaΜεξικανικός πλάτανοςβορειοανατολικό και κεντρικόΜεξικό2-4Υποείδος πλατάνου
Platanus oaxacanaΠλάτανος της Οαξάκανότιο Μεξικό ;Υποείδος πλατάνου
Platanus occidentalisΑμερικανική συκομουριά, Αμερικανικός Πλάτανος, Buttonwood, Πλάτανος Occidentalανατολική Βόρεια Αμερική1-2Υποείδος πλατάνου
Platanus orientalisΑνατολικός πλάτανοςνοτιοανατολική Ευρώπη, νοτιοδυτική Ασία3-6Υποείδος πλατάνου
Platanus racemosaΠλάτανος της Καλιφόρνιας, Συκομουριά της Καλιφόρνιας, Western Sycamore, AlisoΚαλιφόρνια3-7Υποείδος πλατάνου
Platanus rzedowskiiΠλάτανος του Rzedowskiανατολικό Μεξικό ;Υποείδος πλατάνου
Platanus wrightiiΣυκομουριά της ΑριζόναςΑριζόνα, Νέο Μεξικό, βορειοδυτικό Μεξικό2-4Υποείδος πλατάνου