Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Βρείτε μας στο facebook!

Σελίδες

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Μέδουσα (ζώο)


Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (Κνιδόζωα) της τάξης των Σκυφόζωων. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των Κοιλεντερωτών, Υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο , που περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την «ομπρέλα» τους) και Σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο)[1] (σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους.
Είναι γνωστότερες με την κοινή ονομασία τσούχτρες.

Ζώα

Τα Ζώα ή Μετάζωα είναι οι ζωντανοί οργανισμοί που αποτελούν ένα από τα τέσσερα βασίλεια των ευκαρυωτικών ζωντανών οργανισμών (Φυτά, Ζώα,Μύκητες και Πρώτιστα). Με τη μελέτη των ζώων ασχολείται η ζωολογία, ενώ με τη μελέτη των φυτών η βοτανική. Στις απλές, κατώτερες μορφές των ζώων και φυτών η διάκριση μεταξύ τους είναι δύσκολη, όμως στους εξελιγμένους ζωντανούς οργανισμούς οι διαφορές μεταξύ ζώων και φυτών είναι περισσότερο εμφανείς και σημαντικές. Οι κυριότερες διαφορές είναι:

  • Τα ζώα δε διαθέτουν χλωροφύλλη όπως τα φυτά και δεν μπορούν να φωτοσυνθέσουν, να μετατρέψουν δηλ. τις ανόργανες θρεπτικές ουσίες σε οργανικές, όπως κάνουν τα φυτά με τη βοήθεια της ηλιακής ακτινοβολίας και της χλωροφύλλης. Τρέφονται με έτοιμες οργανικές ουσίες άλλων οργανισμών.
  • Τα κύτταρα του σώματος των ζώων δεν έχουν στερεή κυτταρική μεμβράνη, ενώ των φυτών έχουν.
  • Τα ζώα, επειδή τρέφονται με έτοιμες οργανικές ουσίες άλλων οργανισμών, αναγκάζονται να μετακινούνται για να βρουν την τροφή τους και διαθέτουν διάφορα αισθητήρια όργανα, ενώ τα φυτά μένουν ακίνητα. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις στις οποίες παρατηρείται ένα ζώο να μένει ακίνητο (σφουγγάρι) ή ένα φυτό να κινείται (διωναία η μυγοπαγίδα).
  • Τα ζώα αφού περάσουν ένα στάδιο αύξησης και ανάπτυξης, σταματούν να αυξάνονται και να αναπτύσσονται, ενώ τα φυτά δε σταματούν να αυξάνονται και να εξελίσσονται μέχρι το θάνατό τους.

Ο αριθμός των διάφορων ειδών των ζώων που υπάρχει στη Γη ξεπερνά το 1.000.000, που ταξινομούνται σε συνομοταξίες, ομοταξίες, τάξεις, οικογένειες, γένη, είδη και φυλές.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010


Ο Λύκος (Canis lupus) είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγων (Carnivora). Έχει κοινή καταγωγή με τον σκύλο (Canis lupus familiaris)[1] και θεωρείται πρόγονος όλων των ειδών σκύλων που υπάρχουν σήμερα. Οι λύκοι ήταν κάποτε άφθονοι και κατοικούσαν στη Βόρεια Αμερική, την Ευρασία και τη Μέση Ανατολή. Σήμερα, για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την εξάπλωση και τη δραστηριότητα του ανθρώπου, που συνεπάγεται την καταστροφή των τόπων διαβίωσης των λύκων αλλά και το εκτεταμένο κυνήγι τους, οι λύκοι υπάρχουν μόνο σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της προηγούμενης ζώνης εξάπλωσής τους.

Όντας είδος κλειδί (keystone species) αποτελεί συστατικό του οικοσυστήματος, στο οποίο τυπικά ανήκει. Η μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων τα οποία χρησιμοποιούν οι λύκοι υποδεικνύει την προσαρμοστικότητά τους ως είδος και περιλαμβάνει δάση, βουνά, τούνδρες, τάιγκες και λιβάδια. Αναφέρονται ως απειλούμενο είδος εξαιτίας της δραστικής μείωσης του πληθυσμού του σε διάφορες περιοχές του κόσμου.

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010


ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟ ΙΔΙΟ









Η κουκουβάγια είναι πτηνό της μεγάλης οικογένειας των Γλαυκίδων και συναντάται στο μεγαλύτερο τμήμα της Γης σε περισσότερα από 200 είδη. Είναι ένα μοναχικό, νυχτόβιο αρπακτικό πουλί που δεν μεταναστεύει ποτέ. Έχει οξύτατη ακοή και όραση, χάρη στα μεγάλα αυτιά της και τα μεγάλα στρόγγυλα μάτια της. Διαθέτει ράμφος σαν αυτό τουγερακιού και τρέφεται με μικρά θηλαστικά και έντομα.

Από την αρχαιότητα η κουκουβάγια ταυτιζόταν με τη σοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Γλαυξ και την θεωρούσαν το σύμβολο της θεάς Αθηνάς. Ενδεικτική της λατρείας των αρχαίων Ελλήνων για το πτηνό αυτό είναι η αναφορά του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Ησύχιου, σύμφωνα με την οποία, πριν ξεσπάσει η ναυμαχία της Σαλαμίνας, είχε πετάξει μια κουκουβάγια ως προάγγελος της νίκης των Ελλήνων.



Σκαντζόχοιροι λέγονται τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών, της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Υπάρχουν 15 είδη σκαντζόχοιρων σε 4 γένη, που συναντώνται στην Ασία, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία (όπου έχουν εισαχθεί).

Εξωτερική περιγραφή

Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους, που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει σκληρές με κερατίνη. Τα αγκάθια αυτά δεν έχουν δηλητήριο και, αντίθετα με αυτά του αμερικανικού αναρριχητή ακανθόχοιρου (porcupine), μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν από το ζώο. Καθώς ο σκαντζόχοιρος μεγαλώνει, κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του, χάνει τα απαλά αγκάθια που είχε κατά τη γέννησή του και τα αντικαθιστά με μεγαλύτερα και σκληρότερα. Τα αγκάθια τα χάνει και από στρες ή ασθένεια.

Ο λαιμός, το πρόσωπο και η κοιλιά του σκαντζόχοιρου καλύπτονται από μαλακές τρίχες που έχουν χρώμα κιτρινωπό ή λευκωπό. Τα πόδια του έχουν δάχτυλα που καταλήγουν σε νύχια δυνατά και γαμψά. Το θηλυκό είναι λίγο πιο παχύ και πιο μακρύ από το αρσενικό και έχει πιο μακρύ ρύγχος (φυλετικός διμορφισμός). Οι σκαντζόχοιροι συνδέονται με τους ασπάλακες και άλλα εντομοφάγα, όπως οι μυγαλές, οι σωληνόδοντες και το deinogalerix το οποίο έχει εξαφανιστεί.

[Επεξεργασία]Συμπεριφορά/εχθροί

Όλοι οι σκαντζόχοιροι μπορούν να τυλιχτούν σε σφιχτή μπάλα, και με τη βοήθεια υποδόριων μυών να κάνουν τα αγκάθια τους να πεταχτούν προς τα έξω. Πάντως, η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου προστασίας εξαρτάται από τον αριθμό των αγκαθιών, και καθώς μερικοί σκαντζόχοιροι της ερήμου έχουν εξελιχθεί ώστε να μεταφέρουν λιγότερο βάρος, είναι πιθανότερο να προσπαθήσουν να διαφύγουν τρέχοντας ή ακόμα και να επιτεθούν στον εισβολέα, τρυπώντας τον με τα αγκάθια τους, και ν' αφήσουν τη μέθοδο της μπάλας ως τελευταία λύση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικοί εχθροί για διαφορετικά είδη: ενώ οι σκαντζόχοιροι του δάσους έχουν σχετικά λίγους εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και φίδια, τα μικρότερα είδη όπως ο μακρώτις σκαντζόχοιρος έχουν ως επιπλέον εχθρούς τις αλεπούδες, τους λύκους και τις μαγκούστες.

Όλοι οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι, παρότι διάφορα είδη μπορεί να βγαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας ο σκαντζόχοιρος κοιμάται, είτε κάτω από κάποιο βράχο ή θάμνο ή σε μια τρύπα στο χώμα. Μερικά είδη μπορεί να έχουν διαφορετικές συνήθειες, αλλά οι περισσότεροι σκαντζόχοιροι σκάβουν καταφύγια στο χώμα.

Όλοι οι άγριοι σκαντζόχοιροι μπορούν να πέσουν σε χειμέρια νάρκη, αν και δεν το κάνουν όλοι. Το αν θα το κάνουν εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αφθονία του φαγητού και το είδος τους. Η διαδικασία έχει ως εξής: Το φθινόπωρο, στρώνουν μια φωλιά με βρύα και φύλλα κάτω από ένα δένδρο και πέφτουν σε χειμερία νάρκη, που διαρκεί ως το Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Η θερμοκρασία του σώματος τους στην περίοδο αυτή πέφτει στους 5,5 βαθμούς C.

Οι σκαντζόχοιροι βγάζουν διάφορες φωνές, και δεν επικοινωνούν μόνο με γρυλλίσματα και ρουθουνίσματα, αλλά και με δυνατά τσιρίγματα (ανάλογα με το είδος).

[Επεξεργασία]Τι τρώειΠαρότι ανήκει στην οικογένεια των εντομοφάγων, ο σκαντζόχοιρος είναι σχεδόν παμφάγος. Τρώει έντομα, σαλιγκάρια, βατράχια, αυγά, φίδια, κουφάρια, μανιτάρια, χόρτα, ρίζες, μούρα, πεπόνια και καρπούζια. Ο αφγανικός σκαντζόχοιρος, όταν ξυπνάει από τη χειμέρια νάρκη τρέφεται βασικά με μούρα. Περιστασιακά έχουν ειδωθεί σκαντζόχοιροι να ψάχνουν για σκουλίκια μετά τη βροχή. Παρότι οι σκαντζόχοιροι του δάσους, οι πιο γνωστοί στους Ευρωπαίους, είναι κυρίως εντομοφάγοι, αυτό δεν ισχύει απαραίτητα για τα άλλα είδη.

Σε περιοχές όπου ζουν άγριοι σκαντζόχοιροι, συχνά τους καλοδέχονται στους κήπους ως φυσικά παρασιτοκτόνα. Πολλοί άνθρωποι αφήνουν έξω φαγητό για να τους δελεάσουν. Παρότι οι σκαντζόχοιροι παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη, τρώνε με όρεξη τυρί, γάλα και γενικότερα γαλακτοκομικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουν. Ο αφρικανικός πυγμαίος σκαντζόχοιρος πάντως μπορεί να φάει μια μικρή μερίδα τυριού κότατζ ως συμπλήρωμα στο διαιτολόγιό του. Οι γατοτροφές και σκυλοτροφές είναι καλύτερες από τα γαλακτοκομικά (για τον σκαντζόχοιρο), αλλά συχνά έχουν και οι δυο πολύ υψηλό ποσοστό λιπαρών και πολύ χαμηλό ποσοστό πρωτεινών. Είναι καλύτερα να αφήνουμε στον σκαντζόχοιρο μια μικρή λιχουδιά, ώστε να του μένει πολλή όρεξη για τα παράσιτα του κήπου.

[Επεξεργασία]Αναπαραγωγή και διάρκεια ζωής

Ανάλογα με το είδος, η περίοδος κύησης είναι 40-58 ημέρες. Στην αρχή του καλοκαιριού, το θηλυκό γεννά 3-6 μικρά (3-4 γεννούν τα μικρά είδη, και 5-6 τα μεγαλύτερα). Τα μικρά έχουν μέγεθος 6 εκατοστά, το χρώμα τους είναι λευκό γκριζωπό και τα αγκάθια τους είναι κοντά και μαλακά. Θηλάζουν ένα μήνα και ωριμάζουν σε μερικές εβδομάδες, αφού μάθουν να αναζητούν την τροφή τους μαζί με τη μητέρα τους. Όπως συμβαίνει σε πολλά ζώα, δεν είναι ασυνήθιστο ένας αρσενικός σκαντζόχοιρος να σκοτώνει τα νεογέννητα αρσενικά.

Υπάρχει κίνδυνος ο αρσενικός να τρυπηθεί από τα αγκάθια του θηλυκού κατά το ζευγάρωμα. Γι' αυτό το πέος του σκαντζόχοιρου είναι κοντά στο κέντρο της κοιλιάς του (συχνά φαίνεται σαν αφαλός) και το θηλυκό μπορεί να τυλίγει προς τα πάνω την ουρά του μέχρι που ο κόλπος του εξέχει από το υπόλοιπο σώμα του. Έτσι το αρσενικό δεν χρειάζεται να ανέβει τελείως πάνω στο θηλυκό όταν ζευγαρώνουν.

Οι σκαντζόχοιροι έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής σχετικά με το μέγεθός τους (ένα ποντίκι ζει 2 έτη και ένας μεγάλος αρουραίος 3-5 έτη). Τα μεγαλόσωμα είδη σκαντζόχοιρου ζουν 4-7 χρόνια ελεύθερα (μερικά έχουν αναφερθεί ότι ζουν έως και 16 χρόνια). Τα μικρόσωμα είδη ζουν ελεύθερα 2-4 χρόνια και 4-7 χρόνια σε αιχμαλωσία. Στην αιχμαλωσία ζουν περισσότερο επειδή δεν υπάρχουν εχθροί και η δίαιτα είναι ελεγχόμενη.

[Επεξεργασία]Οικόσιτοι σκαντζόχοιροια πιο συνηθισμένα είδη οικόσιτου σκαντζόχοιρου είναι υβρίδια του σκαντζόχοιρου με τη λευκή κοιλιά, ή με τα τέσσερα δάχτυλα (Atelerix albiventris) και του αλγερινού σκαντζόχοιρου (A. algirus). Αυτός είναι μικρότερος από τον ευρωπαϊκό σκαντζόχοιρο, κι έτσι μερικές φορές αποκαλείται αφρικανικός πυγμαίος σκαντζόχοιρος. Άλλα είδη που γίνονται κατοικίδια είναι ο αιγυπτιακός μακρώτις σκαντζόχοιρος (Hemiechinus auritus auritus) και ο ινδικός μακρώτις σκαντζόχοιρος (H. collaris).

Τα τρία αυτά είδη προτιμούν το θερμό κλίμα (μέση θερμοκρασία πάνω από 22 °C / 72 °F) και δεν πέφτουν σε χειμέρια νάρκη. Σε μερικές πολιτείες των ΗΠΑ και κάποιες κοινότητες του Καναδά, είναι παράνομο να έχει κανείς σκαντζόχοιρους για κατοικίδια. Τέτοιοι περιορισμοί δεν υπάρχουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.

Η αγορά κατοικίδιων σκαντζόχοιρων έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Πάντως είναι δύσκολο να έχει κανείς οικόσιτους σκαντζόχοιρους, γιατί παρουσιάζουν μικρή αντίσταση στις αλλαγές κλίματος και θερμοκρασίας και δεν μπορούν να προσαρμοστούν εύκολα σε κλειστό περιβάλλον.

[Επεξεργασία]Έλεγχος παρασίτωνΟι σκαντζόχοιροι λειτουργούν ως ισχυρό παρασιτοκτόνο, καθώς ένας μόνο σκαντζόχοιρος μπορεί να κρατήσει ένα μέσου μεγέθους κήπο καθαρό από παράσιτα, τρώγοντας μέχρι και 200 γραμμάρια εντόμων κάθε βράδυ. Γι' αυτό, συνηθίζεται στην Αγγλία να προσπαθούν οι άνθρωποι να προσελκύσουν σκαντζόχοιρους στους κήπους τους με λιχουδιές και τρύπες στους φράχτες τους.

Ένα σχετικό πρόβλημα είναι η χρήση χημικών παρασιτοκτόνων. Ενώ ο σκαντζόχοιρος έχει ανοσία στα περισσότερα δηλητήρια, αυτή η ανοσία σταματά όταν χωνεύει έντομα που είναι γεμάτα δηλητήριο. Αυτό προκαλεί πολλούς θανάτους σκαντζόχοιρων, καθώς οι κατοικίδιοι τρώνε συχνά στα σπίτια τους δηλητηριασμένα έντομα. Στις περιοχές όπου οι σκαντζόχοιροι έχουν εισαχθεί, όπως η Νέα Ζηλανδία και τα νησιά της Σκωτίας, ο ίδιος ο σκαντζόχοιρος έχει γίνει ένα παράσιτο. Στη Νέα Ζηλανδία προκαλεί τεράστια ζημιά στα γηγενή είδη, στα οποία περιλαμβάνονται έντομα, σαλιγκάρια και πουλιά που φτιάχνουν τις φωλιές τους στο έδαφος. Λόγω υπερπληθυσμού, σκοτώνει περισσότερα έντομα από το επιθυμητό και επεκτείνει τη δίαιτά του σε σαλιγκάρια, σκουλήκια και αυγά καλοβατικών πτηνών.

[Επεξεργασία]Ασθένειες των σκαντζόχοιρων

Υπάρχουν πολλές ασθένειες που είναι κοινές στους σκαντζόχοιρους, και συχνά είναι θανατηφόρες, όπως καρκίνος, ασθένειες του ήπατος, καρδιαγγειακές ασθένειες, και σύνδρομο του τρεμουλιαστού σκαντζόχοιρου (wobbly hedgehog syndrome).

Ο καρκίνος στους σκαντζόχοιρους ξεκινά από τα οστά κι επεκτείνεται στα όργανα, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Οι ηπατικές και καρδιαγγειακές ασθένειες θεωρείται ότι προέρχονται από την κακή διατροφή: ο μεταβολισμός του σκαντζόχοιρου είναι σχεδιασμένος για έντομα, που έχουν λίγο λίπος και πολλές πρωτείνες, και η διατροφή με άλλες τροφές οδηγεί σε παχυσαρκία.

Το σύνδρομο του τρεμουλιαστού σκαντζόχοιρου μοιάζει με την σκλήρυνση κατά πλάκας που εμφανίζουν οι άνθρωποι. Ο σκαντζόχοιρος χάνει σιγά-σιγά τον έλεγχο των μυών του, και όταν προσπαθεί να σταθεί ακίνητος, τρέμει. Σιγά-σιγά χάνει τον έλεγχο των πνευμόνων και της καρδιάς του. Η βιταμίνη Ε καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου, αλλά το αποτέλεσμα είναι παροδικό και απαιτείται όλο και μεγαλύτερη δόση.

[Επεξεργασία]Ανθρώπινη επιρροή

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα μικρά θηλαστικά που ζουν κοντά σε ανθρώπους, τα αυτοκίνητα αποτελούν σοβαρή απειλή για τους σκαντζόχοιρους. Πολλές φορές τους πατούν ενώ εκείνοι προσπαθούν να διασχίσουν το δρόμο.

Άλλη συνηθισμένη πηγή θανάσιμου κινδύνου που προέρχεται από τον άνθρωπο είναι τα εντομοκτόνα. Οι σκαντζόχοιροι που τρώνε έντομα γεμάτα εντομοκτόνο παρουσιάζουν πεπτικά προβλήματα και τελικά πεθαίνουν.

Οι σκαντζόχοιροι αποτελούν πηγή τροφής σε πολλές κουλτούρες. Μια συνηθισμένη συνταγή που συνήθως αποδίδεται στους Ρομά (τσιγγάνους) είναι ο σκαντζόχοιρος ψητός σε πηλό.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι σκαντζόχοιροι θεωρούνταν πηγή τροφής. Υπάρχουν πολλές συνταγές για κρέας σκαντζόχοιρου από την εποχή εκείνη



To ελάφι είναι ζώο θηλαστικό, μηρυκαστικό, που ανήκει στην οικογένεια των ελαφιδών και στο γένος των αρτιοδακτύλων. Είναι όμορφο, λεπτόσωμο, με κοντό καστανόχρωμο μαλακό τρίχωμα. Το κεφάλι του είναι μικρό, με ρύγχος μυτερό. Έχει μεγάλα όμορφα μάτια και λεπτά ευκίνητα πόδια. Το αρσενικό έχει στο κεφάλι του κέρατα μεγάλα με διακλαδώσεις που ανανεώνονται κάθε χρόνο και μοιάζουν με φύλλα πλατιά.

Ζει σε πυκνά δάση ζευγαρωτά ή πολλά μαζί (αγέλες) και τρέφεται με χλόη, χόρτα ή και με τη φλούδα από τους κορμούς των μικρών δέντρων, τους οποίους επίσης καταστρέφει τρίβοντας επάνω τα κέρατά του, όταν είναι η εποχή να αλλάξει το δέρμα του. Το ελάφι συναντάται σε πολλές παραλλαγές (με κέρατα ή χωρίς, μεγαλόσωμο ή μικρόσωμο, με ουρά ή χωρίς, με χαυλιόδοντες ή όχι με μεγάλα ή μικρά αυτιά κλπ.) σε όλο τον κόσμο εκτός από την Αφρική και την Αυστραλία. ΣτηνΑμερική είναι μεγαλόσωμα, στην Κίνα μικρόσωμα χωρίς κέρατα, στην Ιάβα και Σουμάτρα μεγάλα με κοντά κέρατα, στην Ευρώπη μέτρια κλπ.

Το κοινό ελάφι, που το συναντάμε στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης και της Μικράς Ασίας, έχει μήκος ως 2,30 μ. και ύψος ως 1,50 μ. και ζυγίζει ως 100 κιλά. Έχει σπάνια ευκινησία και τρέχει πολύ γρήγορα κάνοντας πηδήματα μέχρι 8 μέτρα. Ζει γύρω στα 40 με 50 χρόνια. Στον τόπο μας συναντιέται στον Όλυμπο, στα βουνά της Ηπείρου και σε μερικά ορεινά μέρη της Μακεδονίας. Έχει εχθρούς όλα τα αρπακτικά ζώα και τον άνθρωπο. Το μόνο όπλο για την άμυνά του είναι το γρήγορο τρέξιμό του και οι οξύτατες αισθήσεις του. Το θηλυκό του, που δεν έχει κέρατα, γεννά μια φορά το χρόνο (κάθε 10 μήνες) 1 ως 2 ελαφάκια που τα θηλάζει και τα αγαπά πολύ. Το ζευγάρι είναι τόσο αγαπημένο μεταξύ του που αν τύχει να σκοτωθεί το ένα, το άλλο είναι δυνατό να πεθάνει από λύπη και μαρασμό, έχοντας περιπλανηθεί πολλές μέρες.

Το κυνηγούν για το νοστιμότατο και ευκολοχώνευτο κρέας του, που είναι ανεκτίμητο για τους αρρώστους. Επίσης για το δέρμα του που χρησιμοποιείται για ενδύματα και κάθε λογής δερμάτινα είδη. Τα κέρατά του είναι πολύτιμα για την κατασκευή λαβών διάφορων αντικειμένων (πιρουνιών, μαχαιριών, μπαστουνιών κλπ.) καθώς και για κόλλα και ζελατίνα. Παλιότερα αποτελούσαν μια απ' τις σπουδαιότερες πρώτες ύλες για την παραγωγή αμμωνίας. Σήμερα το κυνήγι του έχει απαγορευτεί, γιατί το είδος σπανίζει στον τόπο μας.

Το ελάφι αναφέρεται από το λαό στα τραγούδια και τις παροιμίες του (για την αγάπη της μάνας ελαφίνας στα μικρά της, για την ομορφιά και αθώα γλυκύτητα των ματιών τους καθώς και το λεπτό ευλύγιστο σώμα τους, ώστε μια όμορφη γυναίκα να τη λένε «ελαφίνα». Επίσης και στη μυθολογία αναφέρεται σε σχέση με τη θεάΆρτεμη, θεά του κυνηγιού. Όλα αυτά δείχνουν πως το ελάφι είναι αγαπημένο ζώο του λαού από παλιά.


Η Πράσινη Ιγκουάνα ή Κοινή Ιγκουάνα (Iguana Iguana) είναι ένα μεγάλο, δενδρόβιο φυτοφάγο είδος σαύρας του γένους ιθαγενών Ιγκουάνα στην Κεντρική και ΝότιαΑμερική. Τα πράσινα ιγκουάνα κυμαίνονται πάνω από μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή, από τη νότια Βραζιλία και την Παραγουάη, ως το Μεξικό και τα νησιά τηςΚαραϊβικής. Επίσης και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως σε άγριους πληθυσμούς της Νότιας Φλόριντα (συμπεριλαμβανομένων των Florida Keys), τη Χαβάη, και την κοιλάδα του Ρίο Γκράντε στο Τέξας.

Αναπτύσσεται σε 1,5 μέτρo σε μήκος από το κεφάλι μέχρι την ουρά, αν και μερικά δείγματα έχουν αυξηθεί περισσότερο από 2 μέτρα,και με βάρος έως και 9,1 κιλά.

Συνήθως βρίσκεται σε αιχμαλωσία ως κατοικίδιο λόγω της ηρεμικής του διάθεσης και τα φωτεινά χρώματα που έχει,ωστόσο είναι απαιτητική η φροντίδας τους. Απαιτήσεις όπως μεγάλο σε χώρο terrarium και την ανάγκη για ειδικό φωτισμό (UVA-UVB) και ειδική θερμότητα μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο για έναν ερασιτέχνη χομπίστα.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010



Είναι καλλωπιστικό και φυλλοβόλο φυτό. Αποτελείται από τη ρίζα, τον βλαστό, τα φύλλα και τα μπουμπούκια της. Η ρίζα της τριανταφυλλιάς είναι αποξυλωμένη και διακλαδίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Συνεχίζοντας, ο βλαστός της αρχικά είναι τρυφερός και πράσινος, ενώ κάποια στιγμή αρχίζει να σκληραίνει και να αποξηραίνεται. Επίσης, ο βλαστός εξωτερικά έχει αγκάθια, όπως και τα φύλλα στις άκρες τους. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς βγαίνουν στις άκρες των τρυφερών βλαστών. Στην αρχή είναι κλειστά τα μπουμπούκια της, ενώ σιγά σιγά αρχίζουν να ανοίγουν και να ξεπετάγονται τα πέταλα. Τα πέταλα έχουν διάφορα χρώματα όπως λευκό, κόκκινο, ροζ, κίτρινο και άλλα. Το χρώμα των λουλουδιών τους είναι ανάλογο με την ποικιλία της κάθε τριανταφυλλιάς.

Η τριανταφυλλιά πολλαπλασιάζεται με πέντε τρόπους. Πολλαπλασιάζεται με παράρριζα, με σπέρματα, με καταβολάδες, με μοσχεύματα και με μπόλιασμα. Η τριανταφυλλιά, εκτός απο την ομορφιά και τα ευωδιαστά άνθη, παρέχει και αιθέριο αρωματικό λάδι εξαιρετικής ποιότητας, που παίρνουμε απο τα ροδοπέταλά της και που χρησιμεύει στην παρασκευή αρωμάτων. Επίσης τα πέταλα των τριαντάφυλλων, κυρίως τα ροζ, μπορούν να γίνουν και γλυκό.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010


Αλιγάτορας

Ο αλιγάτορας είναι ερπετό που ανήκει στην οικογένεια των κροκοδειλιδών. Είναι μεγαλόσωμο ζώο, και μοιάζει με γιγάντιες σαύρες, υδρόβια και αρπακτικά.

Ζει κατά αγέλες σε λίμνες και ποτάμια των τροπικών περιοχών όπου παραμονεύει το θήραμα του κρυμμένο, μέσα στο νερό. Πολλαπλασιάζεται με αβγά, τα οποία θάβει στην άμμο και εκκολάπτονται με τη θερμότητα.

Οι αλιγάτορες κινούνται με δυσκολία στην ξηρά, αλλά κολυμπούν γρήγορα και αθόρυβα στο νερό. Έχουν πολύ μεγάλο στόμα και δυνατά δόντια. Τρέφονται κυρίως με ψάρια και χελώνες. Ο Αμερικάνος αλιγάτορας ζει στις ΗΠΑ, κυρίως στον ποταμό Μισισιπή. Ο Αλιγάτορας της Κίνας, ο οποίος είναι μικρότερος, ζει στον ποταμό Γιανγκ τσε Κιανγκ.


Κόκκινη αλεπού

Η Κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes) είναι θηλαστικό της οικογένειας Κυνίδες. Είναι το πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο είδος αλεπούς και σε πολλές περιοχές αναφέρεται απλώς ως «η αλεπού».

Διαστάσεις και εμφάνιση

Όπως και με όλα τα είδη των αλεπούδων, εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της πιο μακρόστενο.

Η κόκκινη αλεπού είναι το μεγαλύτερο σε διαστάσεις είδος ανάμεσα σε όλα τα είδη αλεπούδων, με βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 3,6 και 7,6 κιλών, ανάλογα με την περιοχή, ενώ οι μεγαλύτερες που έχουν βρεθεί μπορεί να φτάσουν ακόμα και τα 14 κιλά. Το μήκος του σώματός της (εκτός της ουράς) κυμαίνεται ανάμεσα στα 46 και τα 90 εκατοστά.

Η ουρά της είναι έντονα φουντωτή και έχει μήκος 30 έως 55 εκατοστά. Καταλαμβάνει δηλαδή το ένα τρίτο του μήκους του σώματός της και χρησιμοποιείται για μόνωση και ένα μαλακό μαξιλάρι όταν ξαπλώνει, καθώς και ως εργαλείο για την επικοινωνία. Προσφέρει, επίσης, ισορροπία για μεγάλα άλματα και σύνθετες κινήσεις, καθώς τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά και έτσι η ουρά της της χρησιμεύει και σαν μέσο ισορροπίας (σαν ένα 5-ο πόδι). Η ιδιαίτερα ξεχωριστή άσπρη άκρη της ουράς της, γνωστή και ως «ετικέτα», χρησιμοποιείται ως σήμα κατατεθέν για τη διάκριση της κόκκινης αλεπούς από άλλα σαρκοφάγα.

Αν και τα πόδια της κόκκινης αλεπούς, όπως προαναφέρθηκε, είναι κοντά και λεπτά, ωστόσο είναι εξαιρετικά δυνατά και ευκίνητα, επιτρέποντάΌπως υποδηλώνει το όνομά της, το τρίχωμά της είναι κοκκινωπό, με αποχρώσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στο καφεκόκκινο και στο «κεραμιδί». Επίσης, το άκρο της ουράς της είναι πάντα λευκό, ενώ επιπλέον το πίσω μέρος των αυτιών της και το μπροστινό μέρος των ποδιών της είναι μαυριδερά.

Υπάρχουν πάντως αρκετές χρωματικές ποικιλίες της κόκκινης αλεπούς, με ενδιαφέρουσες παραλλαγές στο χρώμα του τριχώματος. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή μπορεί να θεωρηθεί μία ποικιλία με μεγάλη ποσότητα μελανίνης και αποχρώσεις από το ασημί και το σκούρο γκρι ως το μαύρο. Είναι γνωστή ως η «Ασημένια αλεπού» και έχει υποβληθεί σε πρόγραμμα εξημέρωσης και τις τελευταίες δεκαετίες έχει γνωρίσει απήχηση ως κατοικίδιο, σε κάποια κράτη.

Κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα, το τρίχωμα της κόκκινης αλεπούς γίνεται πιο πυκνό, αναπτύσσοντας την λεγόμενη «χειμερινή γούνα», η οποία λειτουργεί σαν μονωτικό ενάντια στο ψύχος. Στις αρχές της άνοιξης, το επιπλέον αυτό τρίχωμα αρχίζει να πέφτει και έως το καλοκαίρι επανέρχεται στο κανονικό, που διαρκεί για όλη την θερμή περίοδο της να αναπτύξει ταχύτητα έως και 72 km/h (45 mph), ικανότητα πολύτιμη όταν κυνηγάει την λεία της.

Γεωγραφική διασπορά

Η κόκκινη αλεπού είναι μακράν το είδος με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση από όλα τα άλλα είδη αλεπούδων. Ζει στην Ευρώπη, την Ασία, μία στενή λωρίδα της βόρειας Αφρικής, την Βόρεια Αμερική (εισήχθη από το Ηνωμένο Βασίλειο στις ανατολικές ΗΠΑ στα μέσα του 18ου αιώνα και εξαπλώθηκε δυτικότερα), ενώ το 1855 εισήχθη και στην Αυστραλία. Μάλιστα συναντάται ακόμα και στην αλπική τούνδρα που βρίσκεται στο οροπέδιο του Θιβέτ.

Είναι επιπλέον ικανή να συμβιώνει και με πιο τοπικά είδη αλεπούδων, όπως η Αρκτική αλεπού, στο ίδιο οικοσύστημα. Όχι μόνο δεν είναι σε κανένα μέρος απειλούμενο με αφανισμό είδος, αλλά αντιστρόφως η εκπληκτική της προσαρμοστικότητα έχει οδηγήσει πολλά άλλα λιγότερο ικανά είδη σε κίνδυνο εξαφάνισης ή και εξαφάνιση.